- πολύσφελμος
- -ον, Α(κατά τον Ησύχ.) αυτός που έχει παχύ φλοιό.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + σφέλμα «το άνθος τής πρίνου»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυσφέλμου — πολύσφελμος with thick rind masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)